- κακοφυής
- κᾰκοφῠ-ής, ές, ([etym.] φυή)A of bad natural qualities,
κατὰ τὴν ψυχήν Pl. R.410a
.II ([etym.] φύομαι) growing ill, Thphr.HP8.11.8;σπόρος PTeb. 61
(b).370 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατὰ τὴν ψυχήν Pl. R.410a
.σπόρος PTeb. 61
(b).370 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοφυής — of bad natural qualities masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφυής — ές (AM κακοφυής, ές) αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. (για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται,… … Dictionary of Greek
κακοφυεῖς — κακοφυής of bad natural qualities masc/fem acc pl κακοφυής of bad natural qualities masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφυές — κακοφυής of bad natural qualities masc/fem voc sg κακοφυής of bad natural qualities neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφυέστεραι — κακοφυής of bad natural qualities fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφυΐα — η (Α κακοφυΐα) [κακοφυής] ιατρ. κακή διάπλαση τού σώματος, κακοπλασία … Dictionary of Greek